- πατητής
- οθηλ. πατήτρια1. αυτός που πατάει τα σταφύλια.2. αυτός που κάνει τα καπνά δέμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατητής — ο, ΝΑ [πατώ] 1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος 2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά … Dictionary of Greek
πατηταῖς — πατητής one who treads masc dat pl πατητός trodden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατηταί — πατητής one who treads masc nom/voc pl πατητός trodden fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητοῦ — πατητής one who treads masc gen sg πατητός trodden masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατητῶν — πατητής one who treads masc gen pl πατητός trodden fem gen pl πατητός trodden masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀՆՁԱՆԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. πατητής τοῦ λήνου, ληνοβάτης calcator, torculator. Որ հարկանէ այսինքն կոխէ զհնձան. հնծան կամ խաղող կոխօղը. *Իբրեւ հնձանահարի՝ լիոյ հնձանի կոխելոյ. Ես. ՟Կ՟Գ. 1 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)